- εκατονταετία
- η (AM ἑκατονταετία)περίοδος εκατό χρόνων, εκατονταετηρίδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἑκατονταετία — ἑκατονταετίᾱ , ἑκατονταετία period of fem nom/voc/acc dual ἑκατονταετίᾱ , ἑκατονταετία period of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκατονταετία — η περίοδος εκατό ετών, εκατονταετηρίδα, αιώνας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἑκατονταετίας — ἑκατονταετίᾱς , ἑκατονταετία period of fem acc pl ἑκατονταετίᾱς , ἑκατονταετία period of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκατονταετίαν — ἑκατονταετίᾱν , ἑκατονταετία period of fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Аппиан — (Александрийский) Ἀππιανός (Ἀλεξανδρεύς) Дата рождения: ок. 95 Место рождения: Александрия Дата смерти: после 170 Страна … Википедия
Рицос, Яннис — Яннис Рицос Γιάννης Ρίτσος … Википедия
αιώνας — ο (Α αἰών, ο και η) 1. μεγάλο, απεριόριστο χρονικό διάστημα, στο παρελθόν ή στο μέλλον, μακριά σειρά ετών, χρόνια και χρόνια (στα νεοελλ. και μτφ. ή και για δήλωση υπερβολής) 2. φρ. «απ αιώνος», από ακαθόριστο χρόνο στο παρελθόν, από πολύ παλιά… … Dictionary of Greek
γελοιογραφία — Η τέχνη της παραμόρφωσης των χαρακτηριστικών ενός προτύπου με σκοπό να το σατιρίσει, να το ερμηνεύσει ή να τονίσει, υπερβάλλοντάς τα, ορισμένα ψυχολογικά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Η γ. μπορεί ακόμα να διακωμωδήσει ή να καυτηριάσει έναν… … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
Αδελάρδος του Μπαθ — (Adelard οf Βαth,12ος αι.). Άγγλος μαθηματικός και φιλόσοφος. Ηγετική μορφή στην αναβίωση της κλασικής παιδείας στη Δύση κατά την εκατονταετία 1050 1150, στην οποία θεμελιώθηκε ο σχολαστικισμός του Μεσαίωνα. Η μεγαλύτερη συμβολή του ήταν η… … Dictionary of Greek